Φέρτε μου το παλιό δκιολίν τζαι το παλιόν λαούτο
με κόρτες πόν ανταχτερές για το τραούιν τούτο Θωρώ τον Πενταδάχτυλον που στέκει πικραμμένος με τους αλύσους τους χοντρούς σαν τον ληστήν δημμένος Να πκιάω στράτες των πουλλιών να πάω το Καρπάσι να δω φίλους τζαι συγγενείς τζει κάτω πώς τα πάσι Που την Τζερύννειαν έρκουμουν εψές εις τ’ όρομάν μου τζι’ οι πέτρες εφωνάζαν μου· εξέραν τ’ όνομάν μου Της Αμμοχώστου θάλασσα, της Μεσαρκάς αλώνια ζυμώννει ο πόνος το ψουμίν να φαν παιδκιά τζι’ αγγόνια Σερκές – σερκές επκιάσασιν τ’ άστρα στον ουρανόν μας τζι’ είπαν· «εν χωριζούμαστιν στον τόπον τον δικόν μας».
0 Comments
Όλα εντάσσονται στη συμμετρία του Κόσμου.
Το κόκκινο πουκάμισο του δειλινού μουσκεμένο στη δίψα της στεριάς πλάι σε γυμνό κορίτσι που λιάζεται ήχοι που ξεθυμαίνουν στο φως αυτή η γριά που κάποτε πενθούσε το γιο της και τώρα δεν ελπίζει ούτε στο θάνατο κοιτώντας ένα σκυλί να τριγυρίζει άσκοπα στη γειτονιά τα χρόνια που δεν περιμέναμε και ήρθαν κι άλλα που περιμένουμε και δεν θα’ ρθουν ψηφίσματα, ψηφιδωτά, ψιμυθιωμένα είδωλα μύθοι, πληγές, το ίσιο και το ανάποδο μας ανεπίδοτης ζωής η άφωνη κραυγή η πολυέλεη ανυπαρξία η Μιράντα, ο Χάρης, ο Στέφανος κι η παραισθητική σφραγίδα της δωρεάς. Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε. Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία, στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα– στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή, στο χέρι του ακόμα πιο μικρή. Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη. Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές που ’χαν παγώσει και δεν σάλευε καμιά. Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία. Του τήνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω. Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια, έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει. Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο ολοζώντανος. Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει: ένα καύκαλο ―το δικό του κρανίο― γεμάτο μέλισσες. Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος να μας κεντρίσουν να μας ξυπνήσουν να μας φέρουν ένα μήνυμα. Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτα να νιώσουμε. Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων έφτασε στη Σαλαμίνα φρύαξε ο Ονήσιλος. Άλλο δεν άντεξε. Άρπαξε το καύκαλό του και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου. Κ’ έγυρα νεκρός. Άδοξος, άθλιος, καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο. Είχε τρακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής. Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί. Κατά την τελετή του μυστηρίου δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της. Μπήκε απ΄το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε. Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ. Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού και τον αφήκανε στην ησυχία του. Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα. Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν καθένας στ΄αυτοκίνητό του, χάνονται. Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτος στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα. Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. […] Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι πως ήταν περιττό και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών […] Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου, ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους |