Ο δρόμος, Κλαίρη Αγγελίδου
«Οι Τούρκοι τότε ήταν φίλοι μας και αρκετές οικογένειες Ελλήνων ζούσαν στην Παλιά Αμμόχωστο.
......Και όταν σουρούπωνε κι ο αποσπερίτης φαινόταν στον ουρανό, ερχόταν ο φίλος μας ο γιαουρτάς, ο Γιουσούφ, για να μοιράσει τους πήλινους κεσέδες με το ωραίο γιαούρτι που έφτιαχνε η γυναίκα του......
Γιατί υψώθηκαν τα τείχη ανάμεσα μας; Κι οι πράσινες γραμμές, οι διαχωριστικές γραμμές από τους ξένους; Άλλαξαν την πορεία της ζωής μας ανελέητα.
Πότε θα μπορέσουμε ο Γιουσούφ κι εγώ να βρούμε τα αλλοτινά ωραία χρόνια, μ’ εκείνη τη σχέση της οικειότητας που ‘χουν οι άνθρωποι όταν στο «πίσω μέρος» της σκέψης δεν υπάρχει η αμφισβήτηση;
Ο Γιουσούφ είμαι σίγουρη πως θα κλαίγε όταν έκλεισαν την πόρτα των τειχών και τον εμπόδισαν να γυροφέρνει τις γειτονιές των Ελλήνων.
Εμείς όμως, Γιουσούφ, χάσαμε τα πάντα, τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές. Έχουν ρημάξει όλα φραγμένα με συρματοπλέγματα που πληγώνουν τις καρδιές μας. Θέλεις να κλάψουμε μαζί;
Κάποτε Γιουσούφ, θα γυρίσουμε. Τα παιδιά μου αγαπούν τον τόπο. Θέλουν να ζήσουν εκεί, να φυτέψουν ροδιές, κίτρα και γιασεμιά.
Νομίζω και τα δικά σου παιδιά, αν δεν τους έγινε πλύση εγκεφάλου, θα θέλουν να ζήσουμε τις πρωτινές ωραίες μέρες.»
«Οι Τούρκοι τότε ήταν φίλοι μας και αρκετές οικογένειες Ελλήνων ζούσαν στην Παλιά Αμμόχωστο.
......Και όταν σουρούπωνε κι ο αποσπερίτης φαινόταν στον ουρανό, ερχόταν ο φίλος μας ο γιαουρτάς, ο Γιουσούφ, για να μοιράσει τους πήλινους κεσέδες με το ωραίο γιαούρτι που έφτιαχνε η γυναίκα του......
Γιατί υψώθηκαν τα τείχη ανάμεσα μας; Κι οι πράσινες γραμμές, οι διαχωριστικές γραμμές από τους ξένους; Άλλαξαν την πορεία της ζωής μας ανελέητα.
Πότε θα μπορέσουμε ο Γιουσούφ κι εγώ να βρούμε τα αλλοτινά ωραία χρόνια, μ’ εκείνη τη σχέση της οικειότητας που ‘χουν οι άνθρωποι όταν στο «πίσω μέρος» της σκέψης δεν υπάρχει η αμφισβήτηση;
Ο Γιουσούφ είμαι σίγουρη πως θα κλαίγε όταν έκλεισαν την πόρτα των τειχών και τον εμπόδισαν να γυροφέρνει τις γειτονιές των Ελλήνων.
Εμείς όμως, Γιουσούφ, χάσαμε τα πάντα, τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές. Έχουν ρημάξει όλα φραγμένα με συρματοπλέγματα που πληγώνουν τις καρδιές μας. Θέλεις να κλάψουμε μαζί;
Κάποτε Γιουσούφ, θα γυρίσουμε. Τα παιδιά μου αγαπούν τον τόπο. Θέλουν να ζήσουν εκεί, να φυτέψουν ροδιές, κίτρα και γιασεμιά.
Νομίζω και τα δικά σου παιδιά, αν δεν τους έγινε πλύση εγκεφάλου, θα θέλουν να ζήσουμε τις πρωτινές ωραίες μέρες.»